- μονοβάμων
- μονο-βάμων, ον, u. μονό-βας, αντος, ὁ, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend; auch μονοβαίας
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοβάμων — μονοβάμων, ον (Α) 1. αυτός που βαδίζει μόνος 2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοβάμονες — μονοβά̱μονες , μονοβάμων walking alone masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοβάμονος — μονοβά̱μονος , μονοβάμων walking alone gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)